- πρωτότμητος
- πρωτό-τμητος, ον,= πρωτόκουρος, IG12(5).173 iv ([place name] Paros).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτότμητος — ον, Α πρωτόκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek